- εντρυγώ
- ἐντρυγῶ, -άω (Α)τρυγώ, συγκεντρώνω κατά τον τρύγο τον καρπό μέσα σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐντρύγῳ — ἔντρυγος containing sediment masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντρυγος — ἔντρυγος, ον (Μ) (για κρασί ή λάδι) αυτός που περιέχει τρυγία*, δηλ. κατακάθι, λάσπη (τού κρασιού) ή μούργα (τού λαδιού) («ἐν ἐλαίῳ ἐντρύγῳ» μέσα σε λάδι με μούργα, με κατακάθι, Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek